- κομπόστα
- η1. καρποί βρασμένοι μέσα σε αραιό διάλυμα ζάχαρης2. (γεωπ.) μίγμα αποσυντεθειμένης ζωικής και φυτικής ύλης, που χρησιμοποιείται ως λίπασμα σε κήπους και για τη βελτίωση τών καλλιεργούμενων εδαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. composta < λατ. compositum «σύνθετο». Η λ. ως όρος τής γεωπονικής είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. compost < μσν. αγγλ. compost < μσν. γαλλ. composte < λατ. μτχ. composita, θηλ. τού compositus και μσν. γαλλ. compost < λατ. μτχ. compositus τού λατ. ρ. compono «συνθέτω»].
Dictionary of Greek. 2013.