κομπόστα

κομπόστα
η
1. καρποί βρασμένοι μέσα σε αραιό διάλυμα ζάχαρης
2. (γεωπ.) μίγμα αποσυντεθειμένης ζωικής και φυτικής ύλης, που χρησιμοποιείται ως λίπασμα σε κήπους και για τη βελτίωση τών καλλιεργούμενων εδαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. composta < λατ. compositum «σύνθετο». Η λ. ως όρος τής γεωπονικής είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. compost < μσν. αγγλ. compost < μσν. γαλλ. composte < λατ. μτχ. composita, θηλ. τού compositus και μσν. γαλλ. compost < λατ. μτχ. compositus τού λατ. ρ. compono «συνθέτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κομπόστα — η (λ. ιταλ.), καρποί βρασμένοι μέσα σε αραιό διάλυμα ζάχαρης: Θέλει και κομπόστα μετά το φαγητό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… …   Dictionary of Greek

  • χουσάφι — και χοσάφι, το, Ν (διαλ. τ.) κομπόστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hoşaf] …   Dictionary of Greek

  • πετ(ι)μέζι — το (λ. τουρκ.) 1. πυκνόρρευστο σιρόπι. 2. γλυκό κουταλιού. 3. κομπόστα από μούστο, αλλιώς ρετσέλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”